Κυριακή 20 Απριλίου 2008

ΒΆΡΑ ΓΈΡΟ ΜΟΥ !!!




NO PUSSY BLUES

My face is finished, my body's gone.
And I can't help but think standin' up here in all this applause and gazin' down at all the young and the beautiful.
With their questioning eyes.
That I must above all things love myself.

I saw a girl in the crowd,
I ran over I shouted out,
I asked if I could take her out,
But she said that she didn't want to.

I changed the sheets on my bed,
I combed the hairs across my head,
I sucked in my gut and still she said
That she just didn't want to.

I read her Eliot, read her Yeats,
I tried my best to stay up late,
I fixed the hinges on her gate,
But still she just never wanted to.

I bought her a dozen snow-white doves,
I did her dishes in rubber gloves,
I called her Honeybee, I called her Love,
But she just still didn't want to. She just never wants to.

I sent her every type of flower,
I played her guitar by the hour,
I patted her revolting little chihuahua,
But still she just didn't want to.

I wrote a song with a hundred lines,
I picked a bunch of dandelions,
I walked her through the trembling pines,
But she just even then didn't want to. She just never wants to.

I thought I'd try another tack,
I drank a litre of cognac,
I threw her down upon her back,
But she just lay up and said that she just didn't want to.

I thought I'd have another go,
I called her my little ho,
I felt like Marcel Marceau
must feel when she said that she just never wanted to. She just didn't want to.

I got the no pussy blues.

Παρασκευή 11 Απριλίου 2008

ΣΣΣΣΣ...ΟΛΑ ΚΑΛΑ



Δυό χρόνια,

Πέρασαν δυό χρόνια.

Έχω κάνει φίλους εδώ, δυό καλούς και πιστούς φίλους.

Μόνο που τα βράδια κάτι τους πιάνει και κυνηγούν τις ρόδες των αυτοκινήτων και τα μηχανάκια.

Τα χαζεύω από το πεζοδρόμιο μα καμιά φορά φοβάμαι μη πάθουν κακό…

Οι παλιολαμαρίνες δεν έχουν έλεος. Ούτε και οι άνθρωποι πια…

Πεινάω…

Είναι κι αυτό το κρύο…μου τρυπάει τα κόκαλα. Κι έχει δρόμο ακόμα ο χειμώνας.

Όλοι αυτοί…όλοι αυτοί που περνούν μπροστά μου, ούτε ματιά δεν ξοδεύουν πάνω μου, ούτε ματιά.

Με προσπερνούν γυρνώντας το κεφάλι από την άλλη, να κάνουν πως δεν με βλέπουν, μήπως και τους ενοχλήσει εκείνη η γριά ετοιμοθάνατη… η συνείδηση.

Αλλά εγώ έχω παρέα, έχω τους φίλους μου τους παιδικούς, τη μάνα μου…έρχονται συχνά και τα λέμε.

Στέκονται μπροστά μου και γελάμε, θυμόμαστε…καμιά φορά τσακωνόμαστε και οι άνθρωποι με κοιτούν που φωνάζω στο κενό…χαχαχα νομίζουν ότι μιλάω στον αέρα…γελοίοι…αν κάτι δεν το βλέπουν δεν υπάρχει…

Κρυώνω…

Χθες βράδυ ονειρεύτηκα…

Ανέβηκα, λέει σ’ ένα τρένο και έφυγα, σ’ ένα τρένο που πέρασε από μπροστά μου και με τράβηξε μαζί του. Ένιωσα, λέει, και πάλι καθαρός, ξεκούραστος, χορτασμένος και ζεστός…

Πόση φασαρία θεέ μου… θεέ μου; Που τον θυμήθηκα πάλι κι αυτόν…

Θα προσπαθήσω να κοιμηθώ, ίσως αν είμαι τυχερός να περάσει ξανά εκείνο το τρένο…

………………………………………………………………………………………


Στις 22 Φεβρουαρίου, από ανθρώπινο λάθος ένα τρένο του ΗΣΑΠ στον Πειραιά γκρέμισε τη μάντρα του αμαξοστασίου και σκότωσε έναν άνθρωπο.

Επειδή ήταν άστεγος, αλλοδαπός και δεν τον αναζήτησε προφανώς κανείς ώστε να κάνουν τα κανάλια ζωντανές συνδέσεις με το σπίτι του και τους συγγενείς που θρηνούν, πέρασε στα ψιλά.

Ζούσε τα τελευταία δυο χρόνια εκεί γύρω, στο λιμάνι του Πειραιά, κάποια εποχή του είχαν δώσει και μία σκούπα και σκούπιζε εκεί κοντά στον Αγ. Διονύση…

Ήταν ένας ακόμα άνθρωπος που χάθηκε, ένας ακόμα άνθρωπος που πέρασε στα ψιλά των ειδήσεων και των συνειδήσεων…

Καλημέρα σας…

Κυριακή 6 Απριλίου 2008

AN AKOYTE...


Πειραιάς, Καστέλα, 1997.

Σάββατο προς Κυριακή 03.20 το πρωί. Στάση λεωφορείου, οδός Τζαβέλα
Περιμένω το 040 μαζί με δυό Πακιστανούς που μόλις έχουν σχολάσει κι αυτοί από τις ψαροταβέρνες του μικρολίμανου και άλλους τρεις πιτσιρικάδες που η Σαββατιάτικη έξοδός τους είχε άδοξο τέλος και γυρνούσαν σπίτι με έπαθλο από ένα βρώμικο στο χέρι.

Μαζί κι εγώ με τη μυρωδιά της κουζίνας να δηλώνει την ιδιότητά μου.

Έμπαινα σ' εκείνο το πράσινο λεωφορείο, και πάντα παρατηρούσα τους ανθρώπους φτιάχνοντας τις δικές τους ιστορίες στο μυαλό μου... τι δουλειά κάνουν, που πάνε, από που έρχονται, ποιος τους περιμένει, αν τους περιμένει...

Κάθε Σάββατο, η διαδρομή είχε περισσότερο κόσμο απ' ότι συνήθως, εκείνο το βράδυ αφού περιεργάστηκα τους συνταξιδιώτες μου, φτάνοντας το βλέμμα μου στη γαλαρία βλέπω την εικόνα που δεν θα ξεχάσω ποτέ όσο ζω, θυμάμαι ακόμα και τα πρόσωπα των τεσσάρων εκείνων παιδιών που λες και κάποιος τους είχε προσθέσει στο πίνακα εκείνης της ζωγραφιάς του πράσινου λεωφορείου.

Τέσσερα παιδιά, χαρούμενα, αποκομμένα από τους υπόλοιπους, αθόρυβα μέσα στη βουή, μιλούσαν τόσο δυνατά μεταξύ τους και κανείς δεν τους άκουγε. χρησιμοποιούσαν αυτή την υπέροχη γλώσσα της νοηματικής, την πανέμορφη και τόσο εκφραστική αυτή γλώσσα που τόσο πολύ θα ήθελα να γνωρίζω.

Την εικόνα αυτών των παιδιών την κουβαλάω τόσα χρόνια μαζί μου από τότε, μα η ατολμία μου, και ο ωχαδερφισμός που με κυριεύει δεν μου άφησε περιθώρια να μάθω περισσότερα γι' αυτούς τους ανθρώπους.

Και είναι αλήθεια ότι δεν είναι οίκτος αυτό που μου προκαλούν οι κωφοί άνθρωποι μα απεριόριστη γοητεία και τρελή περιέργεια να γνωρίσω το κόσμο τους, να μάθω για τα δικά μας αυτονόητα καθημερινά πράγματα που γι' αυτούς τελικά δεν είναι τόσο αυτονόητα.

Πως ξυπνούν το πρωί; Τι χρησιμότητα έχει το τηλέφωνο; Πως λένε "σ' αγαπώ"; Πως βρίζουν; Πως ψιθυρίζουν;

Χθες για ακόμα μία φορά χάρηκα που δημιουργήθηκε αυτή η κοινωνία των blog.
Γιατί έδωσε την ευκαιρία και σ' εμένα τον άνθρωπο του καναπέ να μάθω.

ΣΟΦΙΑ ΚΟΛΟΤΟΥΡΟΥ λοιπόν... Μία γυναίκα που μέσα από τις σελίδες της μπορείτε να μάθετε όσα δεν σας δόθηκε ποτέ η ευκαιρία να ρωτήσετε, γραμμένα με χιούμορ, άνεση, αποδοχή, περηφάνια, δροσιά.

Διαβάστε την να γράφει για τον "κουφό νόμο του Μέρφι" , για το καρναβάλι , για τη γυναίκα.

Και όπως γράφει και στους στίχους της σε τραγούδι μελοποιημένο από τον B.D.Foxmoor

"αυτό το μήνυμα είναι για σένα που ακούς από μένα τη Σοφία που δεν άκουσα ποτέ"

Και κάπου εδώ χαμογελώ, γιατί το blog μου λέγεται "αν ακούς"....

Τετάρτη 2 Απριλίου 2008

ΦΕΥΓΩ ΗΣΥΧΑ


Δεν είναι…δεν είναι σου λέω


Δεν είναι που όλα μου φαίνονται χωρίς τέλος


Δεν είναι που τα βότσαλα που έχω αφήσει στο δρόμο με βγάζουν στο ίδιο πάντα σημείο.


Δεν είναι το ψέμα που ζω κάθε φορά που ξεκουράζω στους ίσκιους τα κουρασμένα μου πόδια κάνοντάς τους λίγη παρέα…έτσι να ξεχάσουν λίγο τη μοναξιά τους.

Δεν είναι που ο ήχος της κιθάρας μου έχει γλυκάνει τελευταία, το κάνει για να με καλοπιάσει, να γράψω ένα τραγούδι ακόμα μετά από χρόνια.


Δεν είναι που μου παίρνει χρόνο να αδειάσω το μυαλό μου από τους ήχους της φωνής σου…


Δεν είναι που έχασα το αστέρι που χάζευα τα βράδια, ίσως να έπεσε όταν αποκοιμήθηκα... όλα συμβαίνουν τη στιγμή που κλείνεις τα μάτια.

καλά...Θα μαζέψω το παραλήρημα μου, θα πετάξω πετσέτα και θα φύγω


Γέλα όμως λίγο…γέλα λίγο μόνο…


είναι που όταν φεύγω…φεύγω ήσυχα...
...και….μόνο το γέλιο σου με ησυχάζει